ἀνάκλησις

ἀνάκλησις
ἀνάκλησις
calling on
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀνακλήσει — ἀνάκλησις calling on fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνακλήσεϊ , ἀνάκλησις calling on fem dat sg (epic) ἀνάκλησις calling on fem dat sg (attic ionic) ἀνακλάω bend back aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) ἀνακλάω bend back fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακλήσεις — ἀνάκλησις calling on fem nom/voc pl (attic epic) ἀνάκλησις calling on fem nom/acc pl (attic) ἀνακλάω bend back aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) ἀνακλάω bend back fut ind act 2nd sg (attic doric ionic aeolic) ἀ̱νακλήσεις , ἀνακλάω bend back… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακλήσεσι — ἀνάκλησις calling on fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακλήσεσιν — ἀνάκλησις calling on fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάκλησιν — ἀνάκλησις calling on fem acc sg ἀνακλάω bend back pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • воззвание — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  восклицание, крик (Иер. 31, 6); (ἀνάκλησις) избавление,… …   Словарь церковнославянского языка

  • призвание — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (ἀνάκλησις) восстановление, возобновление; призвание имени Божия …   Словарь церковнославянского языка

  • Понтийская Википедия — Эта статья предлагается к удалению. Пояснение причин и соответствующее обсуждение вы можете найти на странице Википедия:К удалению/29 октября 2012. Пока процесс обсужден …   Википедия

  • ανάκληση — Νέα πρόσκληση κάποιου· επαναφορά ενός προσώπου στη θέση του. Στη θεατρική ορολογία, α. λέγεται το έντονο χειροκρότημα των θεατών στο τέλος θεατρικής παράστασης, που καλεί στην επανεμφάνιση πάνω στη σκηνή ενός ηθοποιού ή του θιάσου ή του συγγραφέα …   Dictionary of Greek

  • επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”